πλασιέ

πλασιέ
ο, η, Ν
άκλ. εμπορικός αντιπρόσωπος που διαθέτει, με προμήθεια, εμπορικά ή βιομηχανικά προϊόντα σε εμπόρους ή και απλούς ιδιώτες, συνήθως μετά από επίδειξη, μετακινούμενος στους αντίστοιχους χώρους («πλασιέ βιβλίων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. placier «αυτός που προμηθεύει εμπορεύματα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλασιέ — ο (λ. γαλλ., άκλ.), εμπορικός υπάλληλος ή μεσίτης που διαθέτει στην αγορά εμπόρευμα: Πλασιέ βιβλίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλασάρω — Ν 1. ασχολούμαι ως πλασιέ με την εξεύρεση πελατών εμπορικού ή βιομηχανικού προϊόντος στην αγορά 2. (για ποδοσφαιριστή) α) πετυχαίνω τέρμα χτυπώντας την μπάλα από μικρή απόσταση από την αντίπαλη εστία β) μέσ. πλασάρομαι καταλαμβάνω ευνοϊκή θέση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”